τεχνικός

τεχνικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάποια τέχνη: Τεχνικό έργο.
2. ο κατασκευασμένος με τέχνη, καλοδουλεμένος: Αυτό το βάζο είναι τεχνικό.
3. αυτός που εφαρμόζει πρακτικά τις ανθρώπινες γνώσεις: Η τεχνική εκτέλεση του έργου.
4. ο επιδέξιος, ο έμπειρος: Τεχνική διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων.
5. το αρσ. ως ουσ., τεχνικός τεχνίτης: Ήρθε ο τεχνικός της τηλεόρασης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τεχνικός — artistic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνικός — ή, ό / τεχνικός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. μόνο ως ουσ. και τεχνικός Ν [τέχνη] 1. σχετικός με την τέχνη γενικά ή με μια ορισμένη τέχνη («τεχνικοί όροι» καθιερωμένες ονομασίες που αναφέρονται στις λεπτομέρειες τών τεχνών ή μιας τέχνης) 2. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • τεχνικά — τεχνικός artistic neut nom/voc/acc pl τεχνικά̱ , τεχνικός artistic fem nom/voc/acc dual τεχνικά̱ , τεχνικός artistic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνικώτερον — τεχνικός artistic adverbial comp τεχνικός artistic masc acc comp sg τεχνικός artistic neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνικωτάτων — τεχνικός artistic fem gen superl pl τεχνικός artistic masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνικωτέραις — τεχνικός artistic fem dat comp pl τεχνικωτέρᾱͅς , τεχνικός artistic fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνικωτέρων — τεχνικός artistic fem gen comp pl τεχνικός artistic masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνικῶν — τεχνικός artistic fem gen pl τεχνικός artistic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνικόν — τεχνικός artistic masc acc sg τεχνικός artistic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνικώτατα — τεχνικός artistic adverbial superl τεχνικός artistic neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”